Αρχαίο Κείμενο:
Ως δε επέμβη τηι Νύσηι Αλέξανδρος, εκπέμπουσι παρ’ αυτόν οι Νυσαίοι τον κρατιστεύοντα σφών, όνομα δε ην αυτώι Άκουφις, και ξυν αυτώι πρέσβεις των δοκιμωτάτων τριάκοντα, δεησομένους Αλεξάνδρου αφείναι τω θεώ την πόλιν. Παρελθείν τε δη ες την σκηνήν την Αλεξάνδρου τους πρέσβεις και καταλαβείν καθήμενον κεκονιμένον έτι εκ της οδού ξυν τοις όπλοις τοις τε άλλοις και το κράνος περικείμενον και το δόρυ έχοντα· θαμβήσαί τε ιδόντας την όψιν και πεσόντας ες γήν επί πολύ σιγήν έχειν. Ως δε εξανέστησέ τε αυτούς Αλέξανδρος και θαρρείν εκέλευσε, τότε δη τον Άκουφιν αρξάμενον λέγειν ώδε:
«Ω βασιλεύ, δέονταί σου Νυσαίοι εάσαι σφάς ελευθέρους τε και αυτονόμους αιδοί του Διονύσου. Διόνυσος γαρ επειδή χειρωσάμενος το Ινδών έθνος επί θάλασσαν οπίσω κατήει την Ελληνικήν, εκ των απομάχων στρατιωτών, οι δη και Βάκχοι αυτώι ήσαν, κτίζει την πόλιν τήνδε μνημόσυνον της αυτού πλάνης τε και νίκης τοις έπειτα εσόμενον, καθάπερ ούν και συ αυτός Αλεξάνδρειάν τε έκτισας την προς Καυκάσωι όρει και άλλην Αλεξάνδρειαν εν τηι Αιγυπτίων γή, και άλλας πολλάς τάς μέν έκτισας ήδη, τας δε και κτίσεις ανά χρόνον οία δη πλείονα Διονύσου έργα αποδειξάμενος. Νύσαν τε ούν εκάλεσε την πόλιν ο Διόνυσος επί της τροφού της Νύσης και την χώραν Νυσαίαν· το δε όρος ό τι περ πλησίον εστί της πόλεως και τούτο Μηρόν επωνόμασε Διόνυσος, ότι δη κατά τον μύθον εν μηρώι τωι του Διός ηυξήθη. Και εκ τούτου ελευθέραν τε οικούμεν την Νύσαν και αυτοί αυτόνομοι και εν κόσμωι πολιτεύοντες· της δε εκ Διονύσου οικίσεως και τόδε σοι γενέσθω τεκμήριον· κιττός γαρ ουκ άλλη της Ινδών γής φυόμενος παρ’ ημίν φύεται.»
Απόδοση:
Άμα έφθασεν ο Αλέξανδρος εις την Νύσαν, απέστειλαν προς αυτόν οι Νυσαίοι τον άριστον εξ αυτών άνδρα, όστις ωνομάζετο Άκουφις, και μαζί με αυτόν τριάκοντα πρέσβεις εκ των επιφανεστέρων συμπολιτών των, δια να παρακαλέσουν τον Αλέξανδρον να αφήση τήν πόλιν εις τον θεόν ελευθέραν. Και εισήλθαν λοιπόν εις την σκηνήν του Αλεξάνδρου οι πρέσβεις και τον εύρον να κάθηται και να είναι σκονισμένος ακόμη από τον δρόμον και μαζί με τα άλλα όπλα να φορή την περικεφαλαίαν και να κρατή και το δόρυ· έμειναν δε έκθαμβοι, καθώς είδαν το πρόσωπόν του, και αφού έπεσαν εις την γήν, έμειναν σιωπηλοί επί πολλήν ώραν. Αφού δε ο Αλέξανδρος τους εσήκωσε και τους συνέστησε να λάβουν θάρρος, τότε ο Άκουφις λαβών τον λόγον είπε τα εξής :
«Ω βασιλεύ, σε παρακαλούν οι Νυσαίοι να τους αφήσης ελευθέρους και αυτονόμους από σεβασμόν πρός τον Διόνυσον· διότι ο Διόνυσος, αφού υπέταξε το Ινδικόν έθνος και εσκόπευε να κατεβή οπίσω εις την Ελληνικήν θάλασσαν (Μεσόγειον), συναθροίσας τους ανίκανους προς μάχην στρατιώτας, οι οποίοι μάλιστα ήσαν και Βάκχοι, κατώκισεν απ’ αυτούς ταύτην δα την πόλιν, δια να υπενθυμίζη αύτη εις τους μεταγενεστέρους την περιπλάνησίν του και την νίκην του, όπως ακριβώς και συ ο ίδιος και την Αλεξάνδρειαν έκτισες πλησίον του όρους Καυκάσου και άλλην Αλεξάνδρειαν εις την χώραν των Αιγυπτίων, και άλλας πολλάς, εκ των οποίων άλλας μέν έχεις κτίσει έως τώρα, άλλας δε θα κτίσης εις το μέλλον, επειδή έκαμες περισσότερα κατορθώματα από τον Διόνυσον. Νύσαν λοιπόν ωνόμασε την πόλιν ο Διόνυσος από το όνομα της τροφού του Νύσης και την χώραν Νυσαίαν· το δε όρος το οποίον κείται πλησίον της πόλεως και τούτο Μηρόν ωνόμασεν ο Διόνυσος, καθόσον, ως γνωστόν, κατά τον μύθον εντός του μηρού του Διός ηυξήθη. Και από τότε κατοικούμεν την Νύσαν ελευθέραν, και ημείς ζώμεν εις αυτήν ως πολίται αυτόνομοι και με κανονικήν πολιτειακήν κατάστασιν· ας έχης δε ως απόδειξιν του ότι αύτη εκτίσθη από τον Διόνυσον και το εξής: διότι, ενώ εις κανένα άλλο μέρος της χώρας των Ινδιών δεν φυτρώνει κισσός, εις τον τόπον μας φυτρώνει.»
( Αρριανού «Αλεξάνδρου Ανάβασις» Βιβλίο Ε΄, Εκδόσεις «Πάπυρος»)
ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ 2009 – ΚΥΚΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ